τρεμόλιθος

τρεμόλιθος
ο, Ν
βλ. τρεμολίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρεμολίτης — και τρεμόλιθος, ο, Ν (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, το οποίο κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tremolite < Tremola κοιλάδα στις Άλπεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”